-
1 προστάγματος
πρόσταγμαordinance: neut gen sg -
2 πρόσταγμα
πρόσ-ταγμα, ατος, [dialect] Dor. [full] ποτίταγμα SIG569.28 (Cos, iii B.C.): τό: ([etym.] προστάσσω):—A ordinance, command, Pl.R. 423c, al., Isoc.4.176, etc.;ἐκ προστάγματος D.17
. 16;κατὰ πρόσταγμα D.S.14.41
, cf. OGI225.37 (Didyma, iii B.C.), PEnteux.6.11, al. (iii B.C.), PTeb.5.206 (ii B.C., pl.), UPZ 112 i 7 (ii B.C., pl.), etc.; κατὰ τὸ π. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν by his prescription, Arist.EN 1119b13, cf. PCair.Zen.426.7 (iii B.C.), Ael.VH9.23; = Lat. edictum, OGI665.3 (Egypt, i A.D.), etc.II military command, as division of the army,ὑπηρέτης προστάγματος PRein.15.30
(ii B.C.), unless an error for τάγματος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσταγμα
См. также в других словарях:
προστάγματος — πρόσταγμα ordinance neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοκλάζω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) κάθομαι με λυγισμένα τα γόνατα έτσι ώστε το πίσω μέρος τών μηρών να ακουμπήσει στις φτέρνες («δεδιδαγμένων ἵππων ὀρειβατεῑν καὶ κατοκλάζεσθαι ῥᾳδίως ἀπό προστάγματος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀκλάζω «κάθομαι… … Dictionary of Greek
πρόσταγμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίταγμα Α [προστάσσω] το αποτέλεσμα τού προστάζω, προσταγή («οὐκοῡν καὶ τοῡτο αὖ ἄλλο πρόσταγμα τοῑς φύλαξι προστάζομεν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «έχω το πρόσταγμα» α) στρ. έχω τη διοίκηση στρατευμάτων σε επίσημη τελετή β) μτφ.… … Dictionary of Greek
Θεοφάνους συνεχισταί — Ιστορικό έργο του 10ου αι., που γράφτηκε από ομάδα συγγραφέων κατά διαταγή του Κωνσταντίνου Z’ του Πορφυρογέννητου ως συνέχεια του έργου του Θεοφάνη του Ομολογητή. Είναι επίσης γνωστό με τους ελληνικούς τίτλους Οι συνεχίζοντες τον Θεοφάνη, Οι… … Dictionary of Greek